στεγανόμος

στεγανόμος
-ον, Α
1. κατοικίδιος («στεγανόμους ὄρνιθας», Λυκόφρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ στεγανόμος
α) τίτλος ιερατικού αξιώματος
β) ιδιοκτήτης κατοικίας, σπιτονοικοκύρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη /στέγᾱ + -νόμος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στεγανόμοις — στεγάνομος inhabiting a house masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγανόμους — στεγάνομος inhabiting a house masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • στεγανομούμαι — έομαι, Α [στεγανόμος] εγκαθίσταμαι σε σπίτι με ενοίκιο, νοικιάζω …   Dictionary of Greek

  • στεγανόμιον — και στεγονόμιον, τὸ, ΜΑ [στεγανόμος] 1. ενοίκιο, μίσθωμα οικίας 2. (κατά τον Ευστ.) α) «ὁ τόπος ἐν ᾧ ἑστιῶνται» β) «παρ Ἀττικοῑς μισθὸς τοῡ πανδοχείου» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”